ορογένεση

ορογένεση
Βλ. λ. ορεογένεση.
* * *
η
γεωλ. το σύνολο τών διεργασιών που συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ορεινής αλυσίδας, ο σχηματισμός μιας ορεινής αλυσίδας (α. «αλπική ορογένεση» β. «ερκύνια ορογένεση» γ. «καληδόνια ορογένεση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orogenese (< όρος [ΙΙ] + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορογενετικός — ή, ό [ορογένεση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορογένεση ή αυτός που συντελεί στην ορογένεση (α. «ορογενετικά συστήματα» β. «ορογενετικές διεργασίες» γ. «ορογενετικό τόξο») …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • λαραμικός — ή, ό γεωλ. φρ. «λαραμική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο κρητιδικό και κατά το κατώτερο τριτογενές και που είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • μειογεωσύγκλινο — το· γεωλ. τμήμα ενός γεωσυγκλίνου που επηρεάζεται από την ορογένεση και αντιστοιχεί σε μια προχώρα πάνω στην οποία επωθείται η οροσειρά …   Dictionary of Greek

  • ορεογονία — η γεωλ. 1. ο σχηματισμός τών ορέων, αλλ. ορογένεση 2. κλάδος τής δυναμικής γεωλογίας που πραγματεύεται τις διάφορες δυνάμεις που δρουν στον σχηματισμό τών ορέων πάνω στην επιφάνεια τής Γης …   Dictionary of Greek

  • ορογένεια — η η ορογένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orogeny (< όρος [ΙΙ] + γένεια < γενής < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • παλισάδιος — α, ο φρ. «παλισάδια ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο τριαδικό και είχαν ως αποτέλεσμα τη ρηγμάτωση, την έκχυση και διείσδυση βασαλτικού υλικού και την απόθεση ιζημάτων αρκόζη …   Dictionary of Greek

  • πασαδενικός — ή, ό φρ. «πασαδενική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συνέβησαν κατά το μέσο πλειστόκαινο και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία των οροσειρών της ακτής του Ειρηνικού στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”